- νυμφάδων
- νυμφάςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νυμφάδων — Νυμφάς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφάς — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που συνεορτάζεται με τον Εύβουλο. Αν και οι δύο χαρακτηρίζονται από την παράδοση ως απόστολοι, καμιά γραπτή μαρτυρία δεν το επιβεβαιώνει. Ο Ν. ήταν πάντως φίλος του απόστολου Παύλου και κατοικούσε στη… … Dictionary of Greek